- ανείδωτος
- η , ο невиданный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανείδωτος — η, ο (Μ ἀνείδωτος, ον) νεοελλ. ο αθέατος μσν. ο πρωτοφανής, ο παράδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδα, κατά το είπα ανείπωτος] … Dictionary of Greek
αείδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν τόν είδε κανείς, ο ανείδωτος 2. όποιος δεν έχει δει, δεν έχει γνωρίσει πολλά, ο άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + επίθ. *ειδωτὸς < θ. είδ τού βλέπω] … Dictionary of Greek